Το βράδυ της Κυριακής 30 Μαρτίου 2025, στην Ιερουσαλήμ, πραγματοποιήθηκε μία επίσημη, αλλά εξόχως συμβολική συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού της Ελλάδας Κυριάκου Μητσοτάκη και του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η συνάντηση αυτή δεν ήταν απλώς διπλωματική, το σκηνικό της ίδιας της εκδήλωσης μιλούσε από μόνο του.
Το λευκό φόντο, οι γαλανόλευκες σημαίες, η παρουσία δύο αρχηγών κρατών μπροστά από ένα σύμβολο που, αν και ελληνικής προέλευσης, έχει ιδιοποιηθεί από το Ισραήλ, δημιούργησαν ένα σκηνικό που κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί.
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, υποδεχόμενος τον κ. Μητσοτάκη, έκανε λόγο για δύο αρχαίους λαούς, για κοινές αξίες, για κοινές προκλήσεις και ευκαιρίες. Ανάμεσα στα λεγόμενά του, τόνισε: «Είμαστε δύο ελεύθεροι πολιτισμοί που ξεκίνησαν από την Αθήνα και την Ιερουσαλήμ», ενώ πρόσθεσε με έμφαση ότι «πολλοί Ισραηλινοί επισκέπτονται και επενδύουν στην Ελλάδα. Αυτό αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης».
Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται εδώ δεν είναι τόσο το τι είπε ο κ. Νετανιάχου, όσο το τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα. Ποια είναι η πραγματική διάσταση αυτής της σχέσης; Και πόσο ισότιμη μπορεί να χαρακτηριστεί;
Η απάντηση, για όποιον έχει μελετήσει την πολιτική πορεία του ελληνικού κράτους από την εποχή του Όθωνα μέχρι σήμερα, δεν είναι δύσκολη. Η Ελλάδα, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, έχει δεχθεί και επιτρέψει την εδραίωση ισραηλιτικών δομών με νομικό καθεστώς που υπερβαίνει εκείνο των απλών συλλόγων ή κοινοτήτων.
Ο νόμος 2456 του 1920, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, αναγνώρισε τις Ισραηλιτικές Κοινότητες ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Δηλαδή, ως κοινότητες που απολαμβάνουν κρατικά προνόμια. Προνόμια που ούτε οι ίδιες οι Ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό δεν έχουν κατορθώσει να διεκδικήσουν στις αντίστοιχες χώρες διαμονής τους.
Λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Απρίλιο του 1945, με τον Αναγκαστικό Νόμο 367, συγκροτήθηκε και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος (ΚΙΣ), το οποίο διατηρεί ακόμη σήμερα καθεστώς ΝΠΔΔ και υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ένα υπουργείο που κατά τα άλλα «μάχεται» για την ορθόδοξη παιδεία και την ελληνική πολιτιστική συνέχεια.
Το ερώτημα λοιπόν είναι εύλογο: Γιατί το κράτος των Ελλήνων δεν απολαμβάνει την ίδια κυριαρχία στο εσωτερικό του; Γιατί οι Έλληνες πολίτες, αυτοί που παράγουν και ζουν στην Ελλάδα, αδυνατούν να επενδύσουν στην ίδια τους τη χώρα, όταν οι Ισραηλινοί «επενδυτές» χαίρουν κάθε διευκόλυνσης και προστασίας;
Η απάντηση ίσως βρίσκεται στη στρατηγική του νεοσύστατου Ισραηλινού κράτους, που από την ίδρυσή του το 1948, προοριζόταν να λειτουργήσει ως θρησκευτική και πολιτική εστία των απανταχού Εβραίων, και όχι ως κράτος με εθνολογική συνέχεια στον γεωγραφικό χώρο όπου εγκαταστάθηκε. Αντιθέτως, η Ελλάδα είναι έθνος με ανασκαφικά ευρήματα, ιστορικά και πολιτιστικά δεδομένα χιλιάδων ετών που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Το Ισραήλ είναι δημιούργημα των Βρετανικών συμφερόντων της εποχής, ένα προτεκτοράτο που μετά τη λήξη της βρετανικής εντολής στην Παλαιστίνη απέκτησε υπόσταση. Οι πολίτες του δεν είναι ιθαγενείς της γης αυτής, αλλά πολιτογραφημένοι με βάση θρησκευτικά και πολιτικά κριτήρια. Από αυτή τη σκοπιά, ο χαρακτηρισμός «αρχαίος λαός» καθίσταται αδόκιμος, όταν μιλάμε για ένα κράτος με ιστορία μόλις μερικών δεκαετιών.
Κι όμως, η Ελλάδα συνεχίζει να συνδιαλέγεται ισότιμα, τουλάχιστον στα λόγια, με ένα κράτος που έχει καταφέρει να διεισδύσει στη δημόσια, πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας μας σε τέτοιο βάθος, ώστε να λειτουργεί πρακτικά ως κράτος εν κράτει. Οι συνεχείς αγορές ισραηλινών αμυντικών συστημάτων, οι μονόπλευρες διπλωματικές δηλώσεις στήριξης σε κάθε σύρραξη με την Παλαιστίνη, είναι σημεία μιας πολιτικής που δεν υπερασπίζεται το συμφέρον του Έλληνα πολίτη.
Και δεν είναι μόνο η παρούσα κυβέρνηση. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως κόμματος, έχουν αποδεχτεί και στηρίξει τη βαθιά παρουσία και επιρροή του Ισραήλ στα εσωτερικά της Ελλάδας. Καμία δεν τόλμησε να βάλει τέλος σε αυτόν τον μηχανισμό. Καμία, εκτός από τον πολιτικό φορέα Ελλήνων Συνέλευσις, ο οποίος από την ιδρυτική του διακήρυξη καταγγέλλει ρητά την εγκαθίδρυση ξένων οργανισμών στον κρατικό μηχανισμό και ζητά την αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας και αυτοδιάθεσης.
Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία σήμερα δεν γίνεται με όπλα. Γίνεται με την αλήθεια, τη γνώση και την ενεργή στάση του κάθε πολίτη. Αν δεν κατανοήσουμε το μέγεθος της υποτέλειας, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε πραγματική ελευθερία. Και το πρώτο βήμα είναι η αναγνώριση της πραγματικότητας.
Χ.Β.