Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και πληθαίνουν τα στοιχεία που αποκαλύπτουν τη ζοφερή εικόνα της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη. Σύμφωνα με την Eurostat και ειδικότερα, για το 2024, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση, 27η από τις 27 χώρες της Ευρώπης, όσον αφορά τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων στην κεντρική δημόσια διοίκηση.
Και δεν πρόκειται για κάποια προσωρινή στατιστική απόκλιση. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πολιτικής επιλογής, που φτωχοποιεί συστηματικά τον εργαζόμενο, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μετατρέποντας την καθημερινότητά του σε αγώνα επιβίωσης. Στο ερώτημα αν τα πράγματα είναι καλύτερα στον ιδιωτικό τομέα, η απάντηση έρχεται αβίαστα: καμία διαφορά. Ίσα-ίσα, εκεί η εκμετάλλευση είναι θεσμοθετημένη, με μισθούς πείνας και ωράρια “λάστιχο”.
Παράλληλα, το κυβερνητικό αφήγημα παρουσιάζει μια εικόνα που δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα. Μιλούν για αύξηση του ΑΕΠ, για ρυθμούς ανάπτυξης που ξεπερνούν τον μέσο όρο της Ευρώπης, για υπερπλεονάσματα που ξεπέρασαν τις προβλέψεις. Κι όμως, η πραγματικότητα στα νοικοκυριά είναι εντελώς διαφορετική. Οι πολίτες βλέπουν τον μισθό τους να εξανεμίζεται πριν καν φτάσει στα χέρια τους, ενώ ο βασικός βιοπορισμός έχει γίνει πολυτέλεια.
Η αναλγησία κορυφώνεται όταν οι αρμόδιοι υπουργοί δηλώνουν χωρίς ντροπή πως δεν περισσεύουν πόροι για την επιστροφή 13ου και 14ου μισθού, παρότι οι οικονομικοί δείκτες παρουσιάζονται θετικοί. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι δείκτες είναι προορισμένοι για λίγους, για τους ισχυρούς. Οι πολλοί απλώς καλούνται να συμβιβαστούν με τα “ψίχουλα”.
Δεν είναι τυχαίο που συστηματικά καλλιεργείται το μίσος ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό υπάλληλο. Αυτός ο τεχνητός διχασμός εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, καλύπτοντας τις ευθύνες ενός πολιτικού συστήματος που λειτουργεί ως υπηρέτης ιδιωτικών συμφερόντων.
Η διάλυση της κρατικής δομής δεν είναι σύμπτωμα, είναι στρατηγική. Μεθοδικά αποδομείται το κράτος και ανοίγεται ο δρόμος στην ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιας υπηρεσίας, από την υγεία μέχρι την ενέργεια. Κι όσο το κράτος αποσύρεται, οι πολίτες αφήνονται στο έλεος των αγορών. Μισθοί που δεν καλύπτουν ούτε τα απαραίτητα, ενοίκια που καλπάζουν, και οικογένειες που ζουν στην απόγνωση.
Κι όμως, στο φόντο όλων αυτών, οι κυβερνήσεις επιμένουν στο ίδιο μοτίβο: λιτότητα για τους πολλούς, προνόμια για τους λίγους. Καμία ενίσχυση του εισοδήματος, καμία ανακούφιση, καμία πολιτική με ουσιαστικό κοινωνικό πρόσημο. Ακόμα και οι νόμοι που ψηφίζονται, μοιάζουν φτιαγμένοι για να προστατεύουν το κατεστημένο και όχι τον πολίτη.
Είναι πια ξεκάθαρο ότι το πολιτικό σύστημα όχι μόνο απέτυχε να προστατεύσει τους εργαζομένους, αλλά τους χρησιμοποίησε ως αναλώσιμους. Δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι βιώνουν την ίδια υποτίμηση, τον ίδιο φόβο, την ίδια φτώχεια και αντί να ενωθούν, έχουν στραφεί ο ένας ενάντια στον άλλον.
Το ερώτημα παραμένει: μπορεί να αλλάξει αυτό το σκηνικό; Μπορεί η κοινωνία να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή της και να δομήσει μια πολιτεία που θα τιμά την αξία του ανθρώπου; Όσοι πιστεύουμε πως η αφθονία δεν είναι ουτοπία, αλλά δικαίωμα, οφείλουμε να αμφισβητήσουμε “το μοντέλο φτωχοποίησης” που μας έχει φέρει σ’ αυτό το σημείο.
Η αφθονία δεν είναι προνόμιο για λίγους. Είναι αξία θεμελιώδης, συνδεδεμένη με την ισότητα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Μια πολιτεία που δεν εξασφαλίζει τα βασικά για τους πολίτες της, είναι μια πολιτεία που έχει χάσει κάθε ηθικό και κοινωνικό έρεισμα.
Η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να παρέχει σε αφθονία τα αγαθά, υλικά και πνευματικά, σε όλους τους πολίτες της, χωρίς διακρίσεις. Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα μπορέσουμε να εξαλείψουμε το φθόνο που “κατατρώει” την κοινωνία του σήμερα.
Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι: ως πότε θα ανεχόμαστε να μας ταΐζουν στατιστικά, ενώ μας παίρνουν το ψωμί από το τραπέζι;
Χ.Β.