Η 9η Φεβρουαρίου πρόκειται να καθιερωθεί επίσημα ως η “Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας”, με την τελική επικύρωση να αναμένεται κατά την 43η Γενική Διάσκεψη της UNESCO, που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο του 2025 στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν.
Ο διεθνής οργανισμός της UNESCO, που αποτελεί τμήμα του ΟΗΕ και εδρεύει στο Παρίσι, έχει ως αποστολή την προώθηση της Παιδείας, της Επιστήμης, του Πολιτισμού και της Επικοινωνίας. Με την απόφασή της αυτή, η UNESCO τιμά τη διαχρονική πορεία της ελληνικής γλώσσας, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη της συμβολή στην ανάπτυξη της επιστήμης και του πολιτισμού, καθώς και τη διάδοσή της παγκοσμίως χάρη στην Ελληνική διασπορά.
Η απόφαση ελήφθη ομόφωνα από το Εκτελεστικό Συμβούλιο της UNESCO στις 14 Απριλίου και χαρακτηρίστηκε από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ως επιστέγασμα πολυετών προσπαθειών, σε συνεργασία με τη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στον Οργανισμό και με επιστημονικό οδηγό τον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη.
Στην επίσημη ανακοίνωση επισημαίνεται ότι η ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό πολιτιστικό κεφάλαιο με αδιάσπαστη συνέχεια χιλιάδων ετών. Η μακροβιότητά της, η επιρροή της σε άλλες γλώσσες και ο καταλυτικός ρόλος της στη διαμόρφωση της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας την καθιστούν πολύτιμο εργαλείο παγκόσμιας διανόησης.
Η ελληνική γλώσσα, θεμελιωμένη σε γεωμετρική και μαθηματική βάση, δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό μέσο, αλλά ένα πεδίο άπειρης νοητικής δημιουργίας. Οι ήχοι, τα σύμβολα και η ετυμολογική της δομή προσφέρουν μια μοναδική δυνατότητα ερμηνείας του κόσμου, λειτουργώντας σαν γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και την ίδια τη φύση του.
Σύγχρονοι επιστήμονες από τον χώρο της επιστημονικής κοινότητας, χαρακτηρίζουν την Ελληνική γλώσσα ως “γλώσσα χωρίς όρια”, αφού προσφέρει λέξεις και έννοιες που δεν μπορούν να μεταφραστούν επακριβώς σε άλλες γλώσσες. Οι υπολογιστικές δομές βρίσκουν σε αυτήν ένα λεκτικό υλικό απαράμιλλης ακρίβειας, λόγω της εσωτερικής της μαθηματικής τάξης.
Η αιτιώδης σχέση μεταξύ λέξης και έννοιας είναι ένα στοιχείο που απουσιάζει από τις περισσότερες σύγχρονες γλώσσες. Ταυτόχρονα, όμως, είναι χαρακτηριστικό της Ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την τη μόνη γλώσσα με νοηματική υποδομή και όχι συμβατική.
Ορισμένες θεωρίες, βεβαίως, κάνουν λόγο για σκόπιμη αλλοίωση των Ελληνικών γλωσσικών συμβόλων από δυνάμεις που επεδίωξαν να διασπάσουν την ενιαία ανθρώπινη επικοινωνία. Μέσα από την επιβολή τεχνητών γλωσσικών μορφών, που στερούνται ετυμολογικής βάσης και γεωμετρικής δομής. Και κάπως έτσι, αποκόπηκαν οι κοινωνίες από την πρωταρχική πηγή νοητικής σύνδεσης: την Ελληνική γλώσσα.
Αυτή η γλωσσική πολυδιάσπαση, σύμφωνα με την ίδια οπτική, δημιούργησε ένα παγκόσμιο “Βαβέλ”, στερώντας από τον άνθρωπο τη δυνατότητα να εκφραστεί ουσιαστικά και να δημιουργήσει συλλογικά.
Η Ελληνική γλώσσα, λοιπόν, δεν είναι απλώς μία από τις πολλές γλώσσες του κόσμου. Είναι η βάση, το αρχέτυπο, η μητέρα όλων. Και η αναγνώριση της από την UNESCO δεν είναι απλά συμβολική, είναι ένα πρώτο βήμα προς την επανασύνδεση του ανθρώπου με τις βαθύτερες πολιτιστικές και νοητικές του ρίζες.
Χ.Β.